- παρεπιδημία
- преcтоj
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
παρεπιδημία — παρεπιδημίᾱ , παρεπιδημία residence in a foreign city fem nom/voc/acc dual παρεπιδημίᾱ , παρεπιδημία residence in a foreign city fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιδημίᾳ — παρεπιδημίᾱͅ , παρεπιδημία residence in a foreign city fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιδημία — η, δωρ. τ. παρεπιδαμία, ΝΑ [παρεπιδημώ] η προσωρινή διαμονή σε ξένο τόπο αρχ. φρ. (για την ζωή) «παρεπιδημία τὶς ἐστιν ὁ βίος» μτφ. μια προσωρινότητα είναι η ζωή (Πλάτ.) … Dictionary of Greek
παρεπιδημίας — παρεπιδημίᾱς , παρεπιδημία residence in a foreign city fem acc pl παρεπιδημίᾱς , παρεπιδημία residence in a foreign city fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιδημίαν — παρεπιδημίᾱν , παρεπιδημία residence in a foreign city fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιδημίαις — παρεπιδημία residence in a foreign city fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιδημίην — παρεπιδημία residence in a foreign city fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)